εἰροπόκοι

εἰροπόκοι
εἰροπόκος
wool-fleeced
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλλός — μαλλός, ὁ (ΑM) τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) μσν. μτφ. βρύα αρχ. 1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί λαός τής Ινδίας ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”